ηγεμονίδα — η κυρίαρχος: Η Ρώμη υπήρξε ηγεμονίδα του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡγεμονίδας — ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc acc pl ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc nom sg (epic doric aeolic) ἡγεμονίς imperial fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
γηθοσύνη — (3ος αι. π.Χ.). Φίλη και αυλική της Βερενίκης, κόρης του Πτολεμαίου Φιλάδελφου και συζύγου του Αντίοχου Β’ του Θεού (261 247 π.Χ.). Όταν η πρώτη σύζυγος του Αντίοχου, Λαοδίκη, δολοφόνησε τη Βερενίκη, η Γ. κατάφερε να πείσει τον λαό πως η… … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
νυκτιμέδουσα — νυκτιμέδουσα, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) η ηγεμονίδα, η κυρίαρχος τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + μέδουσα) … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Κλοτίλδη — (Clotilde, περ. 475 – 545). Βουργουνδή ηγεμονίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν γυναίκα του Κλόβις A’, τον οποίο προσηλύτισε στον καθολικισμό και, μετά τον θάνατό του, αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Ο πάπας Πελάγιος την ανακήρυξε αγία και… … Dictionary of Greek